ἀναμηρύκησις

ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύκησις
rumination
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναμηρύκησις — ἀναμηρύκησις ( εως), η (Α) [ἀναμηρυκῶμαι] αναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκώμαι — ἀναμηρυκῶμαι ( άομαι) (Α) ξαναμασώ τροφή, μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρυκῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμηρύκησις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”